Κατσάδας Μανόλης, Μύρμηξ καὶ περιστερά




Μύρμηξ διψήσας, κατελθὼν εἰς πηγὴν, παρασυρεὶς ὑπὸ τοῦ ῥεύματος ἀπεπνίγετο. Περιστερὰ δὲ τοῦτο θεασαμένη κλῶνα δένδρου περιελοῦσα εἰς τὴν πηγὴν ἔρριψεν, ἐφ᾿ οὗ καὶ καθίσας ὁ μύρμηξ διεσώθη. Ἰξευτὴς δέ τις μετὰ τοῦτο τοὺς καλάμους συνθεὶς ἐπὶ τὸ τὴν περιστερὰν συλλαβεῖν ᾔει. Τοῦτον δ᾿ ὁ μύρμηξ ἑωρακὼς τὸν τοῦ ἰξευτοῦ πόδα ἔδακεν. Ὁ δὲ ἀλγήσας τούς τε καλάμους ἔρριψε καὶ τὴν περιστερὰν αὐτίκα φυγεῖν ἐποίησεν.
Ὁ μῦθος δηλοῖ ὅτι δεῖ τοῖς εὐεργέταις χάριν ἀποδιδόναι.



Το μυρμήγκι και το περιστέρι

Ένα μυρμήγκι διψασμένο κατέβηκε στην πηγή και παρασυρμένο από το ρεύμα, πνιγόταν. Ένα περιστέρι που το είδε έκοψε ένα κλαδάκι από το δέντρο και το έριξε στη πηγή, κι αφού το μυρμήγκι κάθισε πάνω σ’ αυτό σώθηκε. Κάποιος κυνηγός ήταν κρυμμένος σε κάτι καλαμιές και ήθελε να πιάσει το περιστέρι. Το μυρμήγκι που τον είδε του δάγκωσε το πόδι. Κι αυτός, πονώντας, έριξε κατά τις καλαμιές κι το περιστέρι αμέσως πρόλαβε και ξέφυγε.
Ο μύθος δηλώνει ότι πρέπει να ανταποδίδουμε τη χάρη στους ευεργέτες μας.

Ευαγγελοπούλου Δήμητρα, Μέλισσα καὶ Ζεύς




Μέλισσα μήτηρ κηρίων οὖσα ἀνελήλυθεν εἰς θεούς, φέρουσα κηροὺς καὶ μέλι. Τερφθεὶς δὲ ὁ Ζεὺς τῇ προσφορᾷ τῆς μελίσσης συνετάξατο δοῦναι αὐτῇ ὃ ἂν αἰτήσῃ. Ἡ δέ· Δός, ἔφη, τῇ σῇ θεραπαινίδι κέντρον πρὸς ἄμυναν τῶν πόνων μου καὶ εἰς φυλακήν μου. Ἀπορήσας δὲ ὁ Ζεὺς πρὸς τὰς αἰτήσεις, ἐπεὶ ἐφίλει τῶν ἀνθρώπων τὸ γένος, ἔφη τῇ μελίσσῃ· Οὐχ ὡς ᾔτησας γενήσεται, ἀλλ᾿ ἐάν τις τῶν ἀνθρώπων ἥκῃ λαβεῖν μέλι, σὺ δὲ βούλῃ αὐτὸν ἀμύνασθαι, ἔχε τὸ κέντρον· πλὴν ἴσθι ὅτι, εἰ πλήξεις ἄνθρωπον, ἐμβληθέντος τοῦ κέντρου, παρευθὺς ἀποθνήξῃ· ζωὴ γάρ σοι ἐντυγχάνει τὸ κέντρον.
Ὁ μῦθος δηλοῖ ὅτι ἐν ταῖς προσευχαῖς καὶ ταῖς δεήσεσιν μηδεὶς κατὰ τῶν ἐχθρῶν ζητείτω κακόν.



Η μέλισσα κι ο Δίας

Η μέλισσα, που είναι η μητέρα των κεριών, ανέβηκε στους θεούς φέρνοντας κερήθρες και μέλι. Ευχαριστημένος ο Δίας από την προσφορά της μέλισσας διέταξε να της δώσουν ό,τι ζητήσει. Κι εκείνη είπε: Δώσε στη δούλη σου, ένα κεντρί για άμυνα των κόπων μου και φυλακή μου. Απορώντας ο Δίας μ’ αυτά που ζήτησε, επειδή αγαπούσε το γένος των ανθρώπων είπε στη μέλισσα· Δε θα γίνει όπως ζήτησες, αλλά αν έρθει κάποιος άνθρωπος να πάρει μέλι, και θέλεις ν’ αμυνθείς, να έχεις το κεντρί. Πρέπει όμως να ξέρεις ότι, αν κάνεις κακό σε άνθρωπο, χτυπώντας τον με το κεντρί, αμέσως θα πεθάνεις· γιατί η ζωή σου είναι το κεντρί. Ο μύθος δηλώνει ότι στις προσευχές και στις παρακλήσεις κανένας δε ζητάει το κακό των εχθρών του.

Καλιφατίδου Αθηνά, Λέων καὶ λαγωός




Λέων περιτυχών λαγωῷ κοιμωμένῳ, τοῦτον ἔμελλε καταφαγεῖν· μεταξὺ δὲ θεασάμενος ἔλαφον παριοῦσαν, ἀφεὶς τὸν λαγωόν, ἐκείνην ἐδίωκεν. Ὁ μὲν οὖν παρὰ τὸν ψόφον ἐξαναστὰς ἔφυγεν. Ὁ δὲ λέων ἐπὶ πολὺ διώξας τὴν ἔλαφον, ἐπειδὴ καταλαβεῖν οὐκ ἠδυνήθη, ἐπανῆλθεν ἐπὶ τὸν λαγωόν· εὑρων δὲ καὶ αὐτὸν πεφευγότα ἔφη· «Ἀλλ᾿ ἐγὼ δίκαια πέπονθα, ὅτι ἀφεὶς τὴν ἐν χερσὶ βοράν, ἐλπίδα μείζονα προέκρινα.»

Οὕτως ἔνιοι τῶν ἀνθρώπων μετρίοις κέρδεσι μὴ ἀρκούμενοι, μείζονας δὲ ἐλπίδας διώκοντες λανθάνουσι καὶ τὰ ἐν χερσὶ προϊέμενοι.


Το λιοντάρι κι ο λαγός.

Ένα λιοντάρι συνάντησε τυχαία ένα λαγό που κοιμόταν και σκόπευε να τον καταβροχθίσει. Στο μεταξύ όμως, μόλις είδε ένα ελάφι που περνούσε, άφησε το λαγό και κυνήγησε το ελάφι. Ο λαγός όμως ξύπνησε από το θόρυβο κι έφυγε. Το λιοντάρι αφού κυνηγούσε το ελάφι για πολλή ώρα, όταν κατάλαβε ότι δε θα τα κατάφερνε, επέστρεψε στο λαγό. Αφού δεν τον βρήκε κι αυτόν γιατί είχε φύγει, είπε: «Αλλά βέβαια, δίκαια το έπαθα αυτό, γιατί όταν άφησα την τροφή από τα χέρια μου, έκρινα ότι είχα μεγαλύτερη ελπίδα.»
Με τον ίδιο τρόπο μερικοί άνθρωποι, όταν δεν αρκούνται στα λίγα κέρδη και ελπίζουν να κατακτήσουν περισσότερα, χάνουν από τα χέρια τους κι αυτά που έχουν.

Βασιάνας Φώτης, Λέων γηράσας καὶ ἀλώπηξ




Λέων γηράσας καὶ μὴ δυνάμενος δι᾿ ἀλκῆς ἑαυτῷ τροφὴν πορίζειν ἔγνω δεῖν δι᾿ ἐπινοίας τοῦτο πρᾶξαι. Καὶ δὴ παραγενόμενος εἴς τι σπήλαιον καὶ ἐνταῦθα κατακλιθεὶς προσεποιεῖτο νοσεῖν· καὶ οὕτω τὰ παραγενόμενα πρὸς αὐτὸν ἐπὶ τὴν ἐπίσκεψιν ζῷα συνλαμβάνων κατήσθιε. Πολλῶν δὲ θηρίων καταναλωθέντων, ἀλώπηξ τὸ τέχνασμα αὐτοῦ συνεῖσα παρεγένετο, καὶ στᾶσα ἄποθεν τοῦ σπηλαίου ἐπυνθάνετο αὐτοῦ πῶς ἔχοι. Τοῦ δὲ εἰπόντος· «Κακῶς,» καὶ τὴν αἰτίαν ἐρομένου δι᾿ ἣν οὐκ εἴσεισιν, ἔφη· «Ἀλλ᾿ ἔγωγε εἰσῆλθον ἄν, εἰ μὴ ἑώρων πολλῶν εἰσιόντων ἴχνη, ἐξιόντος δὲ οὐδενός.»
Οὕτως οἱ φρόνιμοι τῶν ἀνθρώπων ἐκ τεκμηρίων προορώμενοι τοὺς κινδύνους ἐκφεύγουσιν.

Το γερασμένο λιοντάρι και η αλεπού

Ένα γερασμένο λιοντάρι δεν μπορούσε να βρει τροφή για τον εαυτό του και σκεφτόταν να κάνει κάτι γι’ αυτό. Έφτασε σε μια σπηλιά και ξαπλωμένο προσποιόταν ότι ήταν άρρωστο. Έτσι, τα ζώα που πήγαιναν να το επισκεφτούν, αφού τα έπιανε, τα έτρωγε. Κι όταν πια είχε πιάσει πολλά ζώα, πήγε και μια αλεπού που είχε ήδη καταλάβει το τέχνασμά του και αφού στάθηκε έξω από τη σπηλιά το ρωτούσε να μάθει πως πάει. Το λιοντάρι απάντησε «χάλια» και τη ρώτησε για ποιο λόγο δεν μπήκε μέσα. Τότε η αλεπού είπε: «Κι εγώ θα έμπαινα αν δεν έβλεπα πολλά ίχνη να μπαίνουν προς τα μέσα και κανένα να μη βγαίνει προς τα έξω»
Έτσι και οι φρόνιμοι άνθρωποι βλέποντας από πριν τα τεκμήρια αποφεύγουν τους κινδύνους.

Βαρντανιάν Γιώργος, Κύνες δύο




Ἔχων τις δύο κύνας, τὸν μὲν θηρεύειν ἐδίδασκε, τὸν δὲ οἰκουρὸν ἐποίησε. Καὶ δή, εἴ ποτε ὁ θηρευτὴς ἐξιὼν ἐπ᾿ ἄγραν συνελάμβανέ τι, ἐκ τούτου μέρος καὶ τῷ ἑτέρῳ παρέβαλλεν. Ἀγανακτοῦντος δὲ τοῦ θηρευτικοῦ καὶ τὸν ἕτερον ὀνειδίζοντος, εἴ γε αὐτὸς μὲν ἐξιὼν παρ᾿ ἕκαστα μοχθεῖ, ὁ δὲ οὐδὲν ποιῶν τοῖς αὐτοῦ πόνοις ἐντρυφᾷ, ἐκεῖνος ἔφη πρὸς αὐτόν· «Ἀλλὰ μὴ ἐμὲ μέμφου, ἀλλὰ τὸν δεσπότην, ὃς οὐ πονεῖν με ἐδίδαξεν, ἀλλοτρίους δὲ πόνους κατεσθίειν.» Οὕτω καὶ τῶν παίδων οἱ ῥᾴθυμοι οὐ μεμπτέοι εἰσίν, ὅταν αὐτοὺς οἱ γονεῖς οὕτως ἄγωσιν.

Δυο σκυλιά

Κάποιος που είχε δυο σκυλιά, εκπαίδευσε το ένα να γίνει κυνηγόσκυλο και το άλλο το έκανε σπιτίσιο. Όταν το κυνηγόσκυλο έπιανε κάτι, απ’ αυτό τάιζεκαι στ’ άλλο. Κάποτε αγανάκτησε το κυνηγόσκυλο και κατηγορούσε το άλλο σκυλί ότι το ίδιο κάθε μέρα μοχθεί για όλα, ενώ εκείνο, αν και δεν κουράζεται, απολαμβάνει από τους κόπους του· κι εκείνο του είπε· «Μην κατηγορείς εμένα αλλά τον ιδιοκτήτη, που εμένα δε με εκπαίδευσε να κοπιάζω αλλά να τρέφομαι με ξένους κόπους»
Έτσι, όσα παιδιά είναι τεμπέλικα δεν πρέπει να κατηγορούμε τα ίδια, όταν έτσι τους έχουν μάθει οι γονείς τους.

Μαλάμης Μάνος, Κόραξ καὶ ἀλώπηξ



Κόραξ κρέας ἁρπάσας ἐπί τινος δένδρου ἐκάθισεν. Ἀλώπηξ δὲ θεασαμένη αὐτὸν καὶ βουλομένη τοῦ κρέατος περιγενέσθαι στᾶσα ἐπῄνει αὐτὸν ὡς εὐμεγέθη τε καὶ καλόν, λέγουσα καὶ ὡς πρέπει αὐτῷ μάλιστα τῶν ὀρνέων βασιλεύειν, καὶ τοῦτο πάντως ἂν ἐγένετο, εἰ φωνὴν ἔχειν. Ὁ δὲ παραστῆσαι αὐτῇ θέλων ὅτι καὶ φωνὴν ἔχει, ἀποβαλὼν τὸ κρέας μεγάλα ἐκεκράγει. Ἐκείνη δὲ προσδραμοῦσα καὶ τὸ κρέας ἁρπάσασα ἔφη· «Ὦ κόραξ, καὶ φρένας εἰ εἶχες, οὐδὲν ἂν ἐδέησας εἰς τὸ πάντων σε βασιλεῦσαι.»
Πρὸς ἄνδρα ἀνόητον ὁ λόγος εὔκαιρος.


Το κοράκι και η αλεπού

Ένα κοράκι αφού άρπαξε ένα κομμάτι κρέας, πήγε και κάθισε πάνω σ’ ένα δέντρο. Μια αλεπού, που λέτε, κοιτώντας το και θέλοντας το κρέας, πήγε και στάθηκε από κάτω και το επαινούσε για το πόσο μεγάλο είναι και πόσο καλό, και του έλεγε ότι αυτό πρέπει να είναι ο βασιλιάς των πουλιών, και πως αυτό θα γινόταν αν είχε ωραία φωνή. Και το κοράκι θέλοντας να δείξει πόσο ωραία φωνή έχει, αφήνοντας το κρέας, άρχισε να βγάζει δυνατές κραυγές. Εκείνη τότε έτρεξε από κάτω, πήρε το κρέας και είπε: «Ω κόρακα, αν είχες μυαλό θα μπορούσες να γίνεις βασιλιάς όλων.
Ο λόγος ταιριάζει για τους ανόητους ανθρώπους.

Κατσής Βαγγέλης, Καρκῖνος καὶ ἀλώπηξ




Καρκῖνος ἀναβὰς ἀπὸ τῆς θαλάσσης ἐπί τινος αἰγιαλοῦ μόνος ἐνέμετο. Ἀλώπηξ δὲ λιμώττουσα, ὡς ἐθεάσατο αὐτόν, ἀποροῦσα τροφῆς, προσδραμοῦσα συνέλαβεν αὐτόν. Ὁ δὲ μέλλων καταβιβρώσκεσθαι ἔφη· Ἀλλ᾿ ἔγωγε δίκαια πέπονθα, ὅτι θαλάσσιος ὢν χερσαῖος ἠβουλήθην γενέσθαι.
Οὕτω καὶ τῶν ἀνθρώπων οἱ τὰ οἰκεῖα καταλιπόντες ἐπιτηδεύματα καὶ τοῖς μηδὲν προσήκουσιν ἐπιχειροῦντες εἰκότως δυστυχοῦσιν.



Το καβούρι και η αλεπού

Ένα καβούρι βγήκε από τη θάλασσα και πήγε μόνο του στην παραλία. Μια αλεπού που ήταν πεινασμένη, μόλις το είδε, σκέφτηκε πως ήταν τροφή και πηγαίνοντας κοντά του, το έπιασε. Ο κάβουρας που θα φαγωνόταν της είπε· Δίκαια έπαθα αυτά που έπαθα, γιατί ενώ είμαι θαλάσσιος ήθελα να γίνω στεριανός.
Έτσι και στους ανθρώπους, αυτοί που αφήνουν τις σπιτικές τους δουλειές και ασχολούνται με τις δουλειές των άλλων δυστυχούν.

Γιόβαν, Κάμηλος καὶ Ζεύς

Κάμηλος θεασαμένη ταῦρον ἐπὶ τοῖς κέρασιν ἀγαλλόμενον, φθονήσασα αὐτῷ, ἐβουλήθη καὶ αὐτὴ τῶν ἴσων ἐφικέσθαι. Διόπερ παραγενομένη πρὸς τὸν Δία, τούτου ἐδέετο, ὅπως αὐτῇ κέρατα προσνείμῃ. Καὶ ὁ Ζεὺς ἀγανακτήσας κατ᾿ αὐτῆς, εἴγε μὴ ἀρκεῖται τῷ μεγέθει τοῦ σώματος καὶ τῇ ἰσχύι, ἀλλὰ καὶ περισσοτέρων ἐπιθυμεῖ, οὐ μόνον αὐτῇ κέρατα οὐ προσέθηκεν, ἀλλὰ καὶ μέρος τι τῶν ὤτων ἀφείλετο. Οὕτω πολλοὶ διὰ πλεονεξίαν τοῖς ἄλλοις ἐποφθαλμιῶντες λανθάνουσι καὶ τῶν ἰδίων στερούμενοι.



Η καμήλα κι ο Δίας

Μια καμήλα που είδε ένα ταύρο να καμαρώνει για τα κέρατά του, τον φθόνησε και ήθελε κι αυτή να του μοιάσει. Γι’ αυτό παρακαλούσε το Δία, να της δώσει κέρατα. Κι ο Δίας αγανακτώντας μ’ αυτήν που δεν αρκούνταν με το μέγεθος και τη δύναμη του σώματός της αλλά ήθελε και περισσότερα, όχι μόνο δεν της έδωσε κέρατα αλλά της αφαίρεσε και ένα τμήμα από τ’ αυτιά της. Έτσι πολλοί εξαιτίας της πλεονεξίας τους εποφθαλμιούν αυτά που έχουν οι άλλοι και στερούνται αυτά που έχουν οι ίδιοι.

Γκίζης Χατζηαντωνίου Νίκος, Ἴππος καὶ ὄνος




Ἄνθρωπός τις εἶχεν ἵππον καὶ ὄνον. Ὁδευόντων δέ, ἐν τῇ ὁδῷ εἶπεν ὁ ὄνος τῷ ἵππῳ· Ἆρον ἐκ τοῦ ἐμοῦ βάρους, εἰ θέλεις εἶναί με ζῶν. Ὁ δὲ οὐκ ἐπείσθη· ὁ δὲ ὄνος πεσὼν ἐκ τοῦ κόπου ἐτελεύτησε.
Τοῦ δὲ δεσπότου πάντα ἐπιθέντος αὐτῷ καὶ αὐτὴν τὴν τοῦ ὄνου δοράν, θρηνῶν ὁ ἵππος ἐβόα· Οἴμοι τῷ παναθλίῳ, τί μοι συνέβη τῷ ταλαιπώρῳ; μὴ θελήσας γὰρ μικρὸν βάρος λαβεῖν, ἰδοῦ ἅπαντα βαστάζω, καὶ τὸ δέρμα.
Ὁ μῦθος δηλοῖ ὅτι τοῖς μικροῖς οἱ μεγάλοι συγκοινωνοῦντες οἱ ἀμφότεροι σωθήσονται ἐν βίῳ.


Το άλογο και το γαϊδούρι

Κάποιος άνθρωπος είχε ένα άλογο κι ένα γαϊδούρι. Καθώς βάδιζαν στο δρόμο είπε το γαϊδούρι στο άλογο· σήκωσε από το δικό μου βάρος, αν θέλεις να είμαι ζωντανός. Το άλογο δεν πείστηκε· και το γαϊδούρι, αφού έπεσε από κόπο, πέθανε.
Τ’ αφεντικό, αφού τα έβαλε όλα επάνω του, ακόμη και το κουφάρι του γαϊδουριού, θρηνώντας το άλογο φώναζε· Αλίμονο μου τον πιο δυστυχισμένο, τι μου συνέβη το δύστυχο; Γιατί, επειδή δε θέλησα να πάρω ένα μικρό βάρος, να, όλα τα σηκώνω, ακόμη και το κουφάρι!
Ο μύθος δείχνει ότι όταν οι μεγάλοι μοιράζονται με τους μικρούς και οι δύο θα σωθούν στη ζωή.

Κιαφζέζη Δαμιανή, Γεωργὸς καὶ φυτόν



Φυτὸν ἦν εἰς γεωργοῦ χώραν, καρπὸν μὴ φέρον, ἀλλὰ μόνον στρουθῶν καὶ τεττίγων κελαδούντων ἦν καταφυγή. Ὁ δὲ γεωργὸς ὡς ἄκαρπον ἐκτεμεῖν ἤμελλεν. Καὶ δὴ τὸν πέλεκυν λαβὼν ἐπέφερε τὴν πλήγην. Οἱ δὲ τέττιγες καὶ οἱ στρουθοὶ ἱκέτευον τὴν καταφυγὴν αὐτῶν μὴ ἐκκόψαι, ἀλλ᾿ ἐᾶσαι, ὥστε ᾄδειν ἐν αὐτῷ καὶ σὲ τὸν γεωργὸν τέρπειν. Ὁ δὲ μηδὲν αὐτῶν φροντίσας, καὶ δευτέραν πληγὴν καὶ τρίτην ἐπέφερε. Ὡς δὲ ἐκοίλανε τὸ δένδρον, σμῆνος μελισσῶν καὶ μέλι εὗρε. Γευσάμενος δὲ τὸν πέλεκυν ἔρριψε καὶ τὸ φυτὸν ἐτίμα ὡς ἱερὸν καὶ ἐπεμελεῖτο.
Ὅτι οὐ τοσοῦτον οἱ ἄνθρωποι φύσει τὸ δίκαιον ἀγαπῶσι καὶ τιμῶσιν ὅσον τὸ κερδαλέον ἐπιδιώκουσι



Ο γεωργός και το φυτό

Ένας γεωργός είχε ένα φυτό το οποίο δεν είχε καθόλου καρπούς, ήταν όμως καταφυγή σπουργιτιών και τζιτζικιών που κελαηδούσαν. Ο γεωργός σκέφτηκε πως το καλύτερο ήταν να το κόψει. Πήρε ένα τσεκούρι και το χτύπησε. Τα τζιτζίκια και τα σπουργίτια τον παρακάλεσαν να μην κόψει το σπιτάκι τους και να τ’ αφήσει και του είπαν πως θα τον ευχαριστούσαν με το τραγούδι τους. Αυτός όμως αδιαφόρησε και κτύπησε το δέντρο και πρώτη και δεύτερη φορά. Όταν άνοιξε το δέντρο, βρήκε ένα σμήνος από μέλισσες και μέλι. Γεύτηκε το μέλι, έριξε το τσεκούρι και προσκυνούσε το φυτό ως ιερό και το φρόντιζε.
Οι άνθρωποι δεν αγαπούν και δεν τιμούν τόσο το δίκιο από τη φύση, όσο επιδιώκουν αυτό που τους φέρνει κέρδος.

Μακαριάν Χάρης, Ἄνθρωπος καὶ ἀλώπηξ




Ἀλώπεκά τις ἐχθρὰν ἔχων ὡς βλάπτουσαν αὐτόν, κρατήσας καὶ θέλων ἐπὶ πολὺ τιμωρήσασθαι, στυππεῖα ἐλαίῳ βεβρεγμένα τῆ οὐρᾷ προσδήσας ὑφῆψε. Ταύτην δὲ δαίμων εἰς τὰς ἀρούρας τοῦ βαλόντος ὡδήγει· ἦν δὲ καιρὸς τοῦ ἀμήτου. Ὁ δὲ ἠκολούθει θρηνῶν μηδὲν θερίσας.
Ὅτι πρᾷον εἶναι χρὴ καὶ μὴ ἀμέτρως θυμοῦσθαι· ἐξ ὀργῆς γὰρ πολλάκις βλάβη γίνεται μεγάλη τοῖς δυσοργήτοις

Άνθρωπος και αλεπού

Κάποιος άνθρωπος θεωρώντας μια αλεπού ως εχθρό του γιατί τον έβλαψε, θέλοντας πολύ να την τιμωρήσει, έδεσε στην ουρά της λαδωμένα στουπιά και τα ’βαλε φωτιά. Αυτήν ο θεός την οδήγησε στ’ αμπέλι του· ήταν μάλιστα ο καιρός του τρύγου. Κι αυτός ακολουθούσε θρηνώντας, γιατί δεν θέρισε τίποτα.
Πρέπει να είμαστε ήρεμοι και να μη θυμώνουμε χωρίς μέτρο, γιατί πολλές φορές οι οξύθυμοι από την οργή τους προκαλούν ζημιά μεγάλη στον εαυτό τους.

Δικαιοφύλακος Κυριακή, Γεωργὸς καὶ ἀετός




Γεωργὸς ἀετὸν εὑρὼν ἠγρευμένον, τὸ κάλλος αὐτοῦ θαυμάσας, ἀπέλυσεν αὐτὸν ἐλεύθερον. Ὁ δὲ οὐκ ἄμοιρος αὐτῷ χάριτος κατεφάνη, ἀλλ᾿ ὑπὸ τεῖχος σαθρὸν καθήμενον ἰδών, προσπετάσας τοῖς ποσὶν ἧρε τὸ ἐπὶ τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ φακιόλιον. Ὁ δὲ ἐξαναστὰς ἐδίωκε· τοῦτο δὲ ὁ ἀετὸς ἔρριψε. Καὶ ἀναλαβόμενος αὐτὸ καὶ ὑποστρέψας εὗρε τὸ τεῖχος συμπεπτωκὸς ἔνθα ἐκάθητο, θαυμάσας τὴν ἀμοιβήν.
Ὅτι τοὺς ἀγαθόν τι πεπονθότας ἔκ τινος ἀντευεργετεῖν χρή· ὃ γὰρ ἀγαθὸν ποιήσεις, ἀντιδοθήσεταί σοι.


Ο γεωργός και ο αετός

Μια φορά ένας γεωργός βρήκε παγιδευμένο ένα αετό και θαυμάζοντας την ομορφιά του τον άφησε ελεύθερο. Ο αετός δε φάνηκε αχάριστος, αλλά, όταν είδε το γεωργό να κάθεται κάτω από ένα παλιό τοίχο, πέταξε κοντά του και με τα πόδια του πήρε απ’ το κεφάλι του το καπέλο του. Μ’ αυτόν τον τρόπο ο γεωργός σηκώθηκε κι άρχισε να τον κυνηγάει και λίγο αργότερα ο αετός του το πέταξε. Ο γεωργός παίρνοντας το καπέλο του γύρισε πίσω στον τοίχο εκεί που καθόταν και τον βρήκε γκρεμισμένο και τότε θαύμασε την ανταμοιβή του αετού.
Όποιοι έχουν ευεργετηθεί από κάποιον πρέπει να το ανταποδώσουν, διότι ό,τι καλό κάνεις θα σου επιστραφεί.

Θεοδοσούδης Νίκος, Γέρων καὶ θάνατος




Γέρων ποτὲ ξύλα κόψας καὶ ταῦτα φέρων πολλὴν ὁδὸν ἐβάδιζε. Διὰ δὲ τὸν κόπον τῆς ὁδοῦ ἀποθέμενος τὸ φορτίον τὸν Θάνατον ἐπεκαλεῖτο. Τοῦ δὲ Θανάτου φανέντος καὶ πυθομένου δι᾿ ἣν αἰτίαν αὐτὸν παρακαλεῖται, ὁ γέρων ἔφη· Ἴνα τὸ φορτίον ἄρῃς.

Ὁ μῦθος δηλοῖ ὅτι πᾶς ἄνθρωπος φιλόζωος, [ἐν τῷ βίῳ] κἂν δυστυχῇ.

Ο γέρος και ο θάνατος

Ένας γέρος, αφού έκοψε κάποτε ξύλα βάδιζε για μεγάλη απόσταση μεταφέροντάς τα. Από τον κόπο που του προκάλεσε η απόσταση άφησε κάτω το φορτίο και επικαλούνταν το Θάνατο. Όταν εμφανίστηκε ο Θάνατος ζήτησε να μάθει για ποια αιτία τον παρακαλάει, και ο γέρος είπε: Για να σηκώσεις το φορτίο.
Ο μύθος λέει ότι κάθε άνθρωπος που είναι φιλόζωος, δυστυχεί.

Καρκάνη Χριστίνα, Γαλῆ καὶ Ἀφροδίτη




Γαλῆ ἐρασθεῖσα νεανίσκου εὐπρεποῦς ηὔξατο τῇ Ἀφροδίτῃ ὅπως αὐτὴν μεταμορφώσῃ εἰς γυναῖκα. Καὶ ἡ θεὸς ἐλεήσασα αὐτῆς τὸ πάθος μετετύπωσεν αὐτὴν εἰς κόρην εὐειδῆ, καὶ οὕτως ὁ νεανίσκος θεασάμενος αὐτὴν καὶ ἐρασθεὶς οἴκαδε ὡς ἑαυτὸν ἀπήγαγε.
Καθημένων δὲ αὐτῶν ἐν τῷ θαλάμῳ, ἡ Ἀφροδίτη γνῶναι βουλομένη εἰ μεταβαλοῦσα τὸ σῶμα ἡ γαλῆ καὶ τὸν τρόπον ἤλλαξε, μῦν εἰς τὸ μέσον καθῆκεν. Ἡ δὲ ἐπιλαθομένη τῶν παρόντων ἐξαναστᾶσα ἀπὸ τῆς κοίτης τὸν μῦν ἐδίωκε καταφαγεῖν θέλουσα. Καὶ ἡ θεὸς ἀγανακτήσασα κατ᾿ αὐτῆς πάλιν αὐτὴν εἰς τὴν ἀρχαίαν φύσιν ἀποκατέστησεν.

Οὕτω καὶ τῶν ἀνθρώπων αἱ φύσεις πονηροί, κἂν φύσιν ἀλλάξωσι, τὸν γοῦν τρόπον οὐ μεταβάλλονται.

Η γάτα και η Αφροδίτη

Μια γάτα αγάπησε ένα νεαρό και κομψό αγόρι και ευχήθηκε στην Αφροδίτη να τη μεταμορφώσει σε γυναίκα. Και η θεά συμπόνεσε το πάθος της και τη μεταμόρφωσε σε όμορφη κόρη. Κι έτσι το νέο αγόρι, όταν την είδε, την αγάπησε και την απήγαγε.
Καθώς καθόντουσαν μέσα στο δωμάτιο, η Αφροδίτη θέλοντας να μάθει αν η γάτα, αφού άλλαξε το σώμα της, άλλαξε και τη συμπεριφορά της, άφησε στη μέση του δωματίου ένα ποντίκι. Χωρίς να το πάρουν είδηση οι παρευρισκόμενοι (η γάτα) σηκώθηκε όρθια από το κρεβάτι της κι άρχισε να κυνηγάει το ποντίκι θέλοντας να το φάει. Τότε και η θεά αγανάκτησε τόσο πολύ μαζί της και την έκανε πάλι όπως ήταν παλιά.
Έτσι και οι άνθρωποι, από τη φύση τους είναι πονηροί, ακόμη κι αν αλλάξουν την εμφάνισή τους δεν μπορούν ν’ αλλάξουν τον τρόπο που φέρονται.

Αβραμίδου Ελευθερία, Βουκόλος καὶ λέων




Βουκόλος βόσκων ἀγέλην ταύρων ἀπώλεσε μόσχον. Περιελθὼν δὲ καὶ μὴ εὑρὼν ηὔξατο τῷ Διί, ἐάν τὸν κλέπτην εὕρῃ, ἔριφον αὐτῷ θῦσαι. Ἐλθὼν δὲ εἴς τινα δρυμῶνα καὶ θεασάμενος λέοντα κατεσθίοντα τὸν μόσχον, περίφοβος γενόμενος, ἐπάρας τὰς χεῖρας εἰς τὸν οὐρανόν, εἶπε· Ζεῦ δέσποτα, πάλαι μέν σοι ηὐξάμην ἔριφον θῦσαι, ἂν τὸν κλέπτην εὕρω, νῦν δὲ ταῦρόν σοι θύσω, ἐὰν τὰς τοῦ κλέπτου χεῖρας ἐκφύγω. Οὗτος ὁ λόγος λεχθείη ἂν ἐπ᾿ ἀνδρῶν δυστυχούντων, οἵτινες ἀπορούμενοι εὔχονται εὑρεῖν, εὑρόντες δὲ ζητοῦσιν ἀποφυγεῖν.


Ο βοσκός και το λιοντάρι

Ένας βοσκός, βόσκοντας μια αγέλη ταύρων, έχασε ένα μοσχαράκι. Αφού το έψαξε και δεν το βρήκε, ευχήθηκε στο Δία ότι αν βρει τον κλέφτη θα του θυσιάσει ένα κατσίκι. Πηγαίνοντας σε κάποιο δάσος και βλέποντας ένα λιοντάρι, τρομαγμένος, σήκωσε τα χέρια του στον ουρανό και είπε: Δία δέσποτα, σου είχα υποσχεθεί πως θα σου θυσιάσω ένα κατσίκι αν έβρισκα τον κλέφτη, τώρα θα σου θυσιάσω ταύρο αν ξεφύγω από τα χέρια του κλέφτη.
Αυτός ο λόγος λέγεται από άντρες που δυστυχούν, οι οποίοι όταν έχουν χάσει κάτι εύχονται να το βρουν, κι όταν το βρουν ζητούν να τ’ αποφύγουν.

Δάφτσιος Άγγελος, . Βάτραχοι ἐν λίμνῃ




Βάτραχοι δύο ἐν λίμνῃ ἐνέμοντο. Θέρους δὲ ξηρανθείσης τῆς λίμνης, ἐκείνην καταλιπόντες ἐπεζήτουν ἑτέραν. Καὶ δὴ βαθεῖ περιέτυχον φρέατι, ὅπερ ἰδὼν ἅτερος θατέρῳ φησί· Συγκατέλθωμεν, ὦ οὗτος, εἰς τόδε τὸ φρέαρ. Ὁ δὲ ὑπολαβὼν εἶπεν· Ἂν οὖν καὶ τὸ ἐνθάδε ὕδωρ ξηρανθῇ, πῶς ἀναβησόμεθα;
Ὁ μῦθος δηλοῖ ὅτι οὐ δεῖ ἀπερισκέπτως προσιέναι τοῖς πράγμασιν.


Βάτραχοι στη λίμνη

Δυο βάτραχοι μοιράζονταν μια λίμνη. Όταν το καλοκαίρι ξεράθηκε η λίμνη, την εγκατέλειψαν αναζητώντας μιαν άλλη. Όταν βρήκαν ένα βαθύ πηγάδι, μόλις το είδε ο ένας λέει στον άλλο· Να κατεβούμε μαζί, φίλε, σ’ αυτό το πηγάδι. Κι ο άλλος απάντησε· Αν ξεραθεί το νερό που βρίσκεται εδώ πώς θα ανεβούμε;
Ο μύθος δηλώνει ότι δεν πρέπει να αντιμετωπίζουμε τα πράγματα χωρίς σκέψη.

Ζγοράνι Μπόνα, Ἀνήρ ναυαγός




Ἀνὴρ πλούσιος Ἀθηναῖος μεθ᾿ ἑτέρων τινῶν ἔπλει. Καὶ δὴ χειμῶνος σφοδροῦ γενομένου καὶ τῆς νηὸς περιτραπείσης, οἱ μὲν λοιποὶ πάντες διενήχοντο, ὁ δὲ Ἀθηναῖος παρ᾿ ἕκαστα τὴν Ἀθηνᾶν ἐπικαλούμενος μυρία ἐπηγγέλλετο, εἰ περισωθείη. Εἷς δέ τις τῶν συννεναυαγηκότων παρανηχόμενος ἔφη πρὸς αὐτόν· Σὺν Ἀθηνᾷ καὶ σὺ χεῖρα κινεῖ.
Ἀτὰρ οὖν καὶ ἡμᾶς μετὰ τῆς τῶν θεῶν παρακλήσεως χρὴ καὶ αὐτούς τι ὑπὲρ αὑτῶν λογιζομένους δρᾶν. Ὅτι ἀγαπητόν ἐστι καὶ ἐνεργοῦντας θεῶν εὐνοίας τυγχάνειν ἢ ἑαυτῶν ἀμελοῦντας ὑπὸ τῶν δαιμόνων περισώζεσθαι. Τοὺς εἰς συμφορὰς ἐμπίπτοντας χρὴ καὶ αὐτοὺς ὑπὲρ ἑαυτῶν κοπιᾶν καὶ οὕτω τοῦ θεοῦ περὶ βοηθείας δέεσθαι.


Άνδρας ναυαγός

Ένας πλούσιος Αθηναίος, ταξίδευε μαζί με άλλους με ένα καράβι. Κι όταν έπιασε θαλασσοταραχή και το καράβι ανατράπηκε, ενώ όλοι οι άλλοι χάθηκαν, ο Αθηναίος προσευχόταν στην Αθηνά και χίλια δυο της υποσχόταν, αν σωνόταν. Ένας από αυτούς που είχαν ναυαγήσει μαζί του, αφού τον πλησίασε, του είπε: Μαζί με τις προσευχές στην Αθηνά κούνα και συ τα χέρια σου.
Έτσι λοιπόν, κι εμείς μαζί με τις ικεσίες στους θεούς πρέπει να ενεργούμε αν σκεφτόμαστε κάτι για τον εαυτό μας. Γιατί είναι προτιμότερο να ενεργούμε μαζί με την εύνοια των θεών παρά αδιαφορώντας για τον εαυτό μας να σωνόμαστε από τους θεούς. Αυτοί που βρίσκονται σε συμφορές πρέπει και για τους εαυτούς τους να κοπιάζουν και να ζητούν και τη βοήθεια του θεού.

Λιάρου Έλλη, Ἀνδροφόνος.





Ἄνθρωπός τις φόνον ποιήσας καὶ διωκόμενος ὑπὸ τῶν συγγενῶν τοῦ φονευθέντος κατὰ τὸν Νεῖλον ποταμὸν ἐγένετο καὶ λέοντα εὑρὼν ἀνέβη εἰς δένδρον φοβηθείς, κἀκεῖσε ἰδὼν δράκοντα καὶ ἡμιθνὴς γενόμενος ἔρριψεν ἑαυτὸν εἰς τὸν ποταμόν. Ἐν δὲ τῷ ποταμῷ κροκόδειλος τοῦτον κατεθοινήσατο.
Ὁ λόγος πρὸς τοὺς τῶν ἀνθρώπων φονεῖς ὡς οὔτε γῆ, οὔτε ἀήρ, οὔτε ὕδατος στοιχεῖον, οὔτε ἄλλος τις τόπος φυλάσσει αὐτούς.


Ανδροφόνος

Ένας άνθρωπος έκανε φόνο και επειδή καταδιωκόταν από τους συγγενείς αυτουνού που σκότωσε, πήγε να κρυφτεί στον ποταμό Νείλο· εκεί είδε ένα λιοντάρι και φοβισμένος ανέβηκε σ' ένα δέντρο να κρυφτεί. Πάνω στο δέντρο ήταν ένα δράκοντας και μισοπεθαμένος από το φόβο του έπεσε στο ποτάμι. Μέσα στο ποτάμι ήταν ένας κροκόδειλος και τον σκότωσε.
Ο λόγος προς τους ανθρώπους που έχουν κάνει φόνο είναι πως ούτε στη γη, ούτε στον αέρα ούτε στο νερό ούτε κάπου αλλού δεν μπορούν να είναι ασφαλείς.

Αδαμαντίδου Τζορτζίνα, Ἀλώπηξ μηδέποτε θεασαμένη λέοντα.




Ἀλώπηξ μηδέποτε θεασαμένη λέοντα. Ἀλώπηξ μηδέποτε θεασαμένη λέοντα, ἐπειδὴ κατά τινα συντυχίαν ὑπήντησε, τὸ μὲν πρῶτον ἰδοῦσα οὕτως διεταράχθη ὡς μικροῦ καὶ ἀποθανεῖν. Ἐκ δευτέρου δὲ αὐτῷ περιτυχοῦσα ἐφοβήθη μέν, ἀλλ᾿ οὐχ οὕτως ὡς τὸ πρότερον. Ἐκ τρίτου δὲ θεασαμένη οὕτω κατεθάρρησεν ὡς καὶ προσελθοῦσα αὐτῷ διελέχθη.
Ὁ λόγος δηλοῖ ὅτι ἡ συνήθεια καὶ τὰ φοβερὰ τῶν πραγμάτων καταπραΰνει.



Η Αλεπού που δεν είχε δει ποτέ της λιοντάρι


Μια αλεπού, που ποτέ δεν είχε δει λιοντάρι, όταν κάποτε συνάντησε τυχαία ένα, την πρώτη φορά τόσο πολύ ταράχτηκε μόλις το είδε, ώστε λίγο έλειψε να πεθάνει. Τη δεύτερη φορά που το ξανασυνάντησε, φοβήθηκε μεν αλλά όχι όπως την πρώτη φορά. Όταν το είδε και τρίτη φορά είχε τόσο πολύ θάρρος που πλησίασε κοντά του και του μίλησε.
Η ιστορία αυτή δείχνει ότι η συνήθεια κάνει να φαίνονται ασήμαντα και τα πιο φοβερά πράγματα.

Κεφαλά Ιωάννα, Ἀηδὼν καὶ ἱέραξ




Ἀηδὼν καὶ ἱέραξ. Ἀηδὼν ἐπί τινος ὑψηλῆς δρυὸς καθημένη κατὰ τὸ σύνηθες ᾖδεν. Ἰέραξ δὲ αὐτὴν θεασάμενος, ὡς ἠπόρει τροφῆς, ἐπιπτὰς συνέλαβεν. Ἡ δὲ μέλλουσα ἀναιρεῖσθαι ἐδέετο αὐτοῦ μεθεῖναι αὐτήν, λέγουσα ὡς οὐχ ἱκανή ἐστιν ἱέρακος αὐτὴ γαστέρα πληρῶσαι: δεῖ δὲ αὐτόν, εἰ τροφῆς ἀπορεῖ, ἐπὶ τὰ μείζονα τῶν ὀρνέων τρέπεσθαι. Καὶ ὅς ὑποτυχὼν εἶπεν: «Ἀλλ᾿ ἔγωγε ἀπόπληκτος ἂν εἴην, εἰ τὴν ἐν χερσὶν ἑτοίμην βορὰν παρεὶς τὰ μηδέπω φαινόμενα διώκοιμι.»
Οὕτως καὶ τῶν ἀνθρώπων ἀλόγιστοί εἰσιν οἷ δι᾿ ἐλπίδα μειζόνων [πραγμάτων] τὰ ἐν χερσὶν ὄντα προΐενται.



Το αηδόνι και το γεράκι

Ένα αηδόνι καθόταν σε μια ψηλή βελανιδιά και όπως συνήθως τραγουδούσε. Ένα γεράκι μόλις το είδε κι επειδή πεινούσε πέταξε εναντίον του. Το αηδόνι μόλις είδε το γεράκι του είπε ότι δεν είναι αρκετό για να γεμίσει την κοιλιά του και παρακαλούσε να το αφήσει με τα εξής λόγια: αν δεν έχει τροφή πρέπει να στραφείς εναντίον των μεγαλύτερων πουλιών. Και τότε το γεράκι απάντησε: «Θα έμενα πάντα νηστικό αν, αφήνοντας από τα χέρια μου την έτοιμη τροφή, κυνηγούσα αυτά που δε βλέπω».
Το ίδιο συμβαίνει και με όσους από τους ανθρώπους αφήνουν όσα έχουν ήδη ελπίζοντας σε κάτι μεγαλύτερο.