Μύρμηξ διψήσας, κατελθὼν εἰς πηγὴν, παρασυρεὶς ὑπὸ τοῦ ῥεύματος ἀπεπνίγετο. Περιστερὰ δὲ τοῦτο θεασαμένη κλῶνα δένδρου περιελοῦσα εἰς τὴν πηγὴν ἔρριψεν, ἐφ᾿ οὗ καὶ καθίσας ὁ μύρμηξ διεσώθη. Ἰξευτὴς δέ τις μετὰ τοῦτο τοὺς καλάμους συνθεὶς ἐπὶ τὸ τὴν περιστερὰν συλλαβεῖν ᾔει. Τοῦτον δ᾿ ὁ μύρμηξ ἑωρακὼς τὸν τοῦ ἰξευτοῦ πόδα ἔδακεν. Ὁ δὲ ἀλγήσας τούς τε καλάμους ἔρριψε καὶ τὴν περιστερὰν αὐτίκα φυγεῖν ἐποίησεν.
Ὁ μῦθος δηλοῖ ὅτι δεῖ τοῖς εὐεργέταις χάριν ἀποδιδόναι.
Το μυρμήγκι και το περιστέρι
Ένα μυρμήγκι διψασμένο κατέβηκε στην πηγή και παρασυρμένο από το ρεύμα, πνιγόταν. Ένα περιστέρι που το είδε έκοψε ένα κλαδάκι από το δέντρο και το έριξε στη πηγή, κι αφού το μυρμήγκι κάθισε πάνω σ’ αυτό σώθηκε. Κάποιος κυνηγός ήταν κρυμμένος σε κάτι καλαμιές και ήθελε να πιάσει το περιστέρι. Το μυρμήγκι που τον είδε του δάγκωσε το πόδι. Κι αυτός, πονώντας, έριξε κατά τις καλαμιές κι το περιστέρι αμέσως πρόλαβε και ξέφυγε.
Ο μύθος δηλώνει ότι πρέπει να ανταποδίδουμε τη χάρη στους ευεργέτες μας.